Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Come rain or come shine

Βροχή ή ήλιος, τελικά αυτό είναι η ζωή και ο έρωτας.
Τόσο απλό
και αν βρέξει θα βραχείς και θα στεγνώσεις,
μπορεί και να κρυώσεις, αλλά θα περάσει μετά από λίγο καιρό,
από βροχή δεν πέθανε κανείς.
Μπορεί όμως να είναι μια πανέμορφη ηλιόλουστη μέρα και θα κάνεις τις ωραιότερες βόλτες της ζωής σου, τους ωραιότερους περιπάτους, μέσα σε ατέλειωτα ανθισμένα ευρωπαϊκά πάρκα, στα σοκάκια της Πλάκας και της Ρώμης και για ουζάκι στην παραλία, στην Αρεοπαγίτου, στον Υμηττό και όπου αλλού τραβάει η καρδιά σου, θα κάνεις ποδήλατο και πικ-νικ
θα φας και παγωτό.

Το θέμα όμως είναι να βγεις έξω, έξω είναι η βροχή, έξω είναι και ο ήλιος.
Αν μείνεις μέσα δεν θα βραχείς και δεν θα σε αγγίξουν οι ακτίνες του ήλιου και δεν θα νιώσεις τίποτα.

Ξέρω δεν είμαι πολύ εγώ, είναι που με ψάχνω, θα με βρω όμως, βοήθεια μας η μούσα της μουσικής και ο Ray Charles.
Και θα ζήσω και γω ατέλειωτα καλοκαίρια,
το υπόσχομαι!





Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Love will tear us apart again

Δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά στην ζωή μου τόσο μόνη στον κόσμο.
Μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά.
Και δεν με πιάσανε τα κλάματα. Δεν είχα να κλάψω σε κανέναν. Κλαίμε για κάποιον, για να μας κάνει κάποιος καλά, να μας παρηγορήσει. Και γω δεν είχα να κλάψω για κανέναν.
Και η σοκολάτα έμεινε άθικτη στο συρτάρι δίπλα στο κρεβάτι μου.
Καμιά μουσική για τους χωρισμούς-
Να αφήνουμε τους ανθρώπους όταν δεν είμαστε ερωτευμένοι.
Και να αφήνουμε τους ανθρώπους γιατί τους αγαπάμε, γιατί τους γουστάρουμε και μας αρέσουν, αλλά γιατί μάλλον πρέπει.
Ωραίοι...
και μόνοι...
μόνη-
μόνοι για μια ζωή.
Μόνοι με φίλους, οικογένεια, παντρεμένοι με παιδιά και πάλι μόνοι.
Στην μέση της νύχτας, μακριά στην Ιβηρική, μια γάτα κλαίει.
Τι μήνας έχει γίνει;
Δεν βλέπω το πρόσωπο σου, δεν ακούω την φωνή σου.
Στον τέταρτο όροφο, πάλι κάπου στην Ιβηρική ένα κεράκι καίει, ένα μπάφος καπνίζεται και ένα λαπτοπ χωρίς ίντερνετ παίζει  Antony and the Johnsons.
Κοιμήσου και προσευχήσου, όλος ο κόσμος να είναι καλά.
Κοιμήσου και ονειρέψου την ζωή σου, έτσι όπως ποτέ δεν θα ναι.
Κοιμήσου και προσπάθησε να ξανά δεις, τα μάτια του, τα μάτια του τα δακρυσμένα.
Είμαστε ακόμη νέοι και έχουμε καιρό μπροστά μας για την πανσέληνο και το καλοκαίρι τώρα αρχίζει.
Κοιμήσου.
Και ακόμη ονειρέψου, το παγωτό καϊμάκι που ποτέ δεν έφαγες και την σοκολάτα υγείας, που έλιωσε στην πτήση Αθήνα- Μαδρίτη.









Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

The story of a sick boy (girl).

Πίνω το ποτό μου σε κάποιο μπαρ μαζί με την κολλητή μου και τ' αγόρι. Ο μπάρμαν μου κάνει νόημα να πάω κοντά του. Έχω μια δουλεία για σένα, μου λέει, δυο πραγματάκια θα κάνεις και θα πάρεις 60 ευρώ. Δεν το σκέφτομαι καθόλoυ. Του απαντάω ναι. Μας φτιάχνει δυο σφηνάκια, για να σφραγίσει το ντιλ και πριν προλάβει να βάλει τις φέτες του πορτοκαλιού, εγώ, τα χω ρίξει και τα δυο μέσα μου.
Επιστρέφω στην παρέα. Τ 'αγόρι με πιάνει απ την μέση με το ένα χέρι. Mε τραβά κοντά του. Μου κάνει κάτι αηδιαστικό στον αυτί με γλώσσα και πολλά σάλια και μου χουφτώνει τον κώλο. Συζητάνε για καταλήψεις. Εγώ κοιτώ γύρω μου και ψάχνω τον πελάτη μου. Μετά από ώρα έρχεται η σερβιτόρα και μου ζητά να την ακολουθήσω, τους λέω πως θα λείψω για δουλειά και εξαφανίζομαι, πριν προλάβουν να μου κάνουν περισσότερες ερωτήσεις.
Η σερβιτόρα ανοίγει δρόμο να περάσουμε και όλοι μας κοιτούν. Δεν είμαι πόρνη θέλω να τους πω. Αλλά και να τους πω δεν θα ακούσουν, αλλά και να ακούσουν δεν θα καταλάβουν. Ένας βλαχοτρέντι με γλυμμένο το μαλλί, έρχεται κοντά μας. Αυτός θα ναι, όχι δεν είναι. Ευτυχώς, ξαναφεύγει. Με παραδίδει σε μια κοπέλα με ένα κόκκινο αμάξι. Κάνω να μπω και η πόρτα δεν ανοίγει. Απ' του οδηγού μου λέει. Μπαίνω σαν τυμβωρύχος και αυτή πίσω μου. Βάζει μπρος, φεύγουμε μακριά απ την πόλη, βρισκόμαστε στα μέρη μου, αλλά φεύγουμε και από αυτά. Οδηγούμε μέσα σε σκηνικό θρίλερ, σκοτεινός δρόμος, υγρασία, περιορισμένη ορατότητα και δέντρα αριστερά και δεξιά. Δεν λέμε κουβέντα, κρατάμε κρυμμένα μυστικά. Είναι καλός, καθαρός και γιατί το κάνει, την ρωτάω, από μέσα μου και γιατί το κάνω και γω. Σε μια εσοχή μπροστά, από τις ταχύτητες υπάρχουν κάτι επαγγελματικές κάρτες.Επάνω λένε "ΕΙΔΙΚΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ'' ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ. Και γω, της λέω, δείχνοντάς της την κάρτα. Σκάει χαμόγελο εγκεφαλικού, που μέχρι να φτάσουμε έχει ξεθυμάνει και χει μετατραπεί σε ανάποδο χαμόγελο.
Φτάνουμε. Παρκάρουμε έξω από ένα μεγάλο κτήριο, δεν μοιάζει με σπίτι. Βγαίνω από την πόρτα του οδηγού, έτσι όπως μπήκα. Αριστερά από την κεντρική είσοδο υπάρχει μια επιγραφή, μπαίνουμε βιαστικά και έτσι δεν προλαβαίνω να την διαβάσω. Μια  κοπέλα μας χαιρετά στην είσοδο. Μπαίνουμε στο ασανσέρ, κοιτάζω στον καθρέπτη και προσπαθώ διακριτικά να διορθώσω το μπορντό κραγιόν μου. Βγαίνουμε σε έναν διάδρομο που υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι, φαίνεται πως η κοπέλα τους γνωρίζει. Συζητούν και με κοιτάζουν, η δεύτερη κοπέλα της παρέας με σχολιάζει, πολύ μακρόστενη είναι, ενώ ένα άλλο αγόρι συμπληρώνει και μαυριδερή. Πάω προς το παράθυρο και λύνω τα μαλλιά μου. Ανάβω τσιγάρο, πριν προλάβω να ρουφήξω την πρώτη τζούρα, ακούω μια φωνή, απαγορεύεται! Η πόρτα στο βάθος του διαδρόμου ανοίγει και τώρα όσοι βρίσκονταν έξω μπήκαν μέσα. Από την μισάνοιχτη πόρτα βλέπω έναν νέο, ξαπλωμένο σε κρεβάτι και γύρω του άλλους. Ψάχνει και εκείνος με το βλέμμα του στον διάδρομο, με αναζητά.
Μόλις τα μάτια μας διασταυρώνονται κάνω πίσω, κρύβομαι.
Σε λίγο η πόρτα ξανανοίγει, η παρέα τον καληνυχτίζει και βγαίνει γελώντας. Παίρνουν το ασανσέρ και φεύγουν. Κανείς δεν μου έδωσε καμία σημασία, καμία οδηγία από κανέναν. Παραμένω εκεί. Δύο λεπτά μετά, μέσα από το δωμάτιο το αγόρι με καλεί να πάω. Ανοίγω την πόρτα όσο πιο αθόρυβα μπορώ. Εκείνος βρίσκεται ακόμη στο κρεβάτι, φορά μια μπαντάνα στο κεφάλι. Το δωμάτιο είναι γεμάτο μηχανήματα, σωληνάκια και άλλα ιατρικά σύνεργα, κάπου υπάρχει και ένας καναπές, αφήνω την τσάντα μου και κάθομαι. Όλα όσο πιο διακριτικά γίνεται. Το αγόρι με παρακολουθεί. Τα λεφτά είναι εκεί, μου λέει και μου δείχνει ένα συρτάρι διπλά στον καναπέ, το ανοίγω και μέσα βρίσκονται τα 60 ευρώ. Χρειάζεται να γδυθώ με ρωτάει, ναι του λέω αμήχανα και μετά, δεν ξέρω. Δεν το χω ξανακάνει μου λέει.
Ούτε γω.

Τα βγάζει όλα εκτός από την φανέλα και τακτοποιημένα τα ακουμπά στο κάγκελο του κρεβατιού. Έλα, λέει. Πάω κοντά του και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. Κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο μέσα στα μάτια, διαβάζουμε τις ψυχές μας.
Είναι σχεδόν είκοσι τριών χρόνων, σαν και μένα, χλωμός και αδύνατος, τα μάτια του είναι ξεθωριασμένa πράσινα και αν είχε μαλλιά θα ήταν κατάμαυρα.
Είχε και ένα σκύλο, κυνηγόσκυλο. Είχε και μια κοπέλα. Και σπούδαζε και έπαιζε μπάσκετ και οδηγούσε και αμάξι, του πατέρα του. Διάβαζε. Και έβλεπε πολλές ταινίες, πήγαινε σε φεστιβάλ. Έτρωγε τηγανητές πατάτες με πολύ αλάτι και κέτσαπ και έπινε κόκα-κόλα, κάθε μέρα. Τα σαββατοκύριακα πήγαιναν στο εξοχικό του φίλου του και άναβαν το τζάκι και πάντα ξεχνούσαν να ανοίξουν την καμινάδα και το σπίτι γέμιζε καπνό και έπειτα άνοιγαν τις πόρτες και τα παράθυρα για να απομακρύνουν την κάπνα και ξεπάγιαζαν από το κρύο και τυλίγονταν με κουβέρτες. Τα βράδια που έβγαινε, έπινε πολύ και μεθούσε και έκανε στριπτίζ στους φίλους του και το πρωί ξυπνούσε γυμνός και δεν είχε ιδέα γιατί...
Τα χέρια μου μουδιάζουν, είναι γιατί θέλω να κλάψω. Tα μάτια μου βουρκώνουν. Ξαπλώνω γρήγορα δίπλα του για να μην το δει και κοιτάζω το ταβάνι.
Ξεφυσώ, ενώ αυτός εισπνέει.
Και τώρα εγώ εισπνέω και  αυτός εκπνέει.
Εκπνέω, εισπνέει.
Και οι δυο μαζί,
πιο βαθιά
και πιο κοφτά
και πιο γρήγορα.
Επαναλαμβάνεται το ίδιο.
Νιώθω το σώμα του να τρέμει, να σπαρταράει σαν ψάρι. Του σηκώνεται. Ντρέπεται και προσπαθεί να το κρύψει, του αγγίζω το χέρι και ερεθίζεται ακόμη πιο πολύ. Του το σφίγγω παρηγορητικά, να μην νιώθει άσχημα, αλλά και σε μένα τα ίδια συμβαίνουν παρόλο που έχω μάθει να τα κρύβω καλά. Ανεβαίνω από πάνω. Του φιλάω το κούτελο. Και με τα δυο μου χέρια, απομακρύνω την μπατάνα. Δεν έχει μαλλιά. Του φιλώ όλο το κεφάλι, του φιλώ την μύτη και τα μάτια.
Πλησιάζω το στόμα του. Με τα χείλη μου χαϊδεύω τα δικά του. Αρχίζει να με αγγίζει και αυτός με τα ακροδάχτυλα, δειλά-δειλά.
Και με φιλάει,
με ορμή,
κάπως άγαρμπα.
Με δαγκώνει κατά λάθος.
Σταματά.
Εγώ ξαναπροσπαθώ. Του μαθαίνω πώς. Ρουφά το αίμα, απ το χείλος μου. Μου περιποιείται την μικροσκοπική αυτή πληγή και συνεχίζει τα φιλιά. Έχει πικρή γεύση το στόμα του. Και συνεχίζει τα φιλιά.
Τέρμα τα φιλιά!
Κάνω να κατεβώ προς τα κάτω, εκείνος όμως με θέλει εκεί. Δεν ήταν αυτή η συμφωνία μας. Προσπαθώ και πάλι με το χέρι μου, να του πιάσω το πουλί. Μου αρπάζει και τα δυο χέρια, με φιλά με μανία, σαν να θέλει να μου πιει την ψυχή, να μου ρουφήξει ζωή. Με σφίγγει με δύναμη, με πονά. Δεν ήταν αυτή η συμφωνία μας.
Με φιλάει...
Δεν ήταν αυτή η συμφωνία μας γαμώτο, του φωνάζω!

Σηκώνομαι.
Παίρνω τα πράγματα μου, ανοίγω το συρτάρι, παίρνω τα λεφτά. Φεύγω τρέχοντας. Καμιά απόσταση δεν είναι αρκετή και συγχρόνως τόσο μεγάλη για να φύγω από κει.
Κλαίω.
Δεν κλαίω για αυτόν, δεν κλαίω για την αρρώστια του και το πόνο του, δεν κλαίω που πιθανότατα σε λίγο καιρό θα πεθάνει.
Κλαίω για μένα.

Κοιτάζω τα λεφτά στην υγρή παλάμη μου, πήρα μόνο το ένα εικοσάρικο,
για να ταξί.
Πολύ κακιά;
Βρίσκομαι και πάλι στο μαγαζί απ όπου ξεκίνησα, οι δικοί μου έχουν φύγει, ο κόσμος και οι παρέες έχουν ανανεωθεί. Πίνω ένα ποτό με τα λεφτά που μου απέμειναν και χορεύω προκλητικά με αγνώστους.












*2 χρόνια μαζί!



Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Όνειρο θα 'ταν

Καλοκαίρι σε κάποια παραλία απ τς κρυφές, κατάμεστες με κόσμο. Εγώ η μικρότερη της οικογενείας κάνω διακοπές εκεί, ακόμη μαζί με τους γονείς μου. Από τις τελευταίες μας. Οι δίπλα παραθερισταί δεν έχουν σταματήσει να παίζουν ρακέτες την τελευταία μια ώρα. Τα μπαλάκια τους έχουν πετύχει ουκ ολίγες φορές τον πατέρα μου. Αυτός τους έκανε παρατηρήσεις επανειλημμένα. Και τώρα έχει φτάσει  η ώρα του καυγά. Εγώ δεν ασχολούμαι.
Εγώ κάνω ηλιοθεραπεία, αλλάζω πλευρά και ρίχνω ένα μαντήλι πάνω στο κεφάλι μου. Με το ένα αυτί στην γη, αφουγκράζομαι όλους τους ήχους γύρω μου. Φωνές, τρεχαλητά, τα κλάματα των μωρών και τα ανέμελα παιχνίδια των παιδιών. Ξεχωρίζω έναν ήχο μέσα σε όλους αυτούς, τον απομονώνω. Είναι βαρύγδουπα αντρικά βήματα. Και όλοι οι άλλοι ήχοι παύουν. Ακόμη και το κύμα σίγασε. Ανοίγω τα μάτια και ανασηκώνομαι στους αγκωνές. Τρεις άντρες της αστυνομίας, μια νέα ομάδα, η ομάδα Ξ, η αλλιώς ξιφίας. Πλησιάζουν και γω σηκώνομαι απότομα, αναζητώντας να μάθω τον λόγο της επίσκεψης τους. Τους κοιτώ επίμονα. Ένας από αυτούς με πλησιάζει, δεν έχω ιδέα γιατί εμένα. Μου λέει οι σφαίρες θα κάνουν τόσο ωραίο ήχο πάνω σου. Γελάω σαρκαστικά αλλά με φόβο. Κατά βάθος θέλω να του πω, τι λες παλιό μαλάκα! Δεν μιλώ. Του γυρνάω την πλάτη και απομακρύνομαι. Τον ακούω πίσω μου. Είμαι στο επίκεντρο. Όλοι παρακολουθούν ακίνητοι, σιωπηλοί και έντρομοι. τώρα ξέρω πως δεν αστειεύεται. Κάνω να τρέξω, να πέσω κάτω, να κρυφτώ. Πριν προλάβω να αποφασίσω τι θα κάνω, κάνει αυτός για μένα. Τρεις σφαίρες φυτεύονται στην ιδρωμένη πλάτη μου, πίσω από το στήθος. Παίρνω μια κοφτή ανάσα και σωριάζομαι στην χρυσή άμμο. Η μητέρα μου προσπαθεί να τρέξει κοντά μου.
 Όλοι οι ήχοι μεγαλώνουν παραμορφώνονται. Βλέπω τα χάλκινα μαλλιά της μητέρας μου και νιώθω τα δάκρυα της πάνω μου. Μακριά από μένα θρηνεί ένας κορμοράνος, μέσα από το σώμα του πατέρα μου. Αρχίζω να χάνω και άλλες αισθήσεις. Την όραση. Οι εικόνες και αυτές αλλοιώνονται. Διακρίνω πλάι στην μητέρα μου ένα μαυριδερό αγόρι. Το αγόρι που περάσαμε μαζί το περσινό μας καλοκαίρι. Ήταν ώρα στην παραλία, τον είχα δει και με είχε δει αλλά ψάχναμε την κατάλληλη στιγμή για να ανταμώσουμε μακριά από αδιάκριτα μάτια. Ένας από τους πολλούς εραστές μου ήταν εκεί για να με χαιρετήσει, δίπλα στην μάνα μου, αυτή που μου χάρισε την ζωή και αυτός που μου την υπενθύμισε κάτι φορές λίγο πριν την ανατολή.
Κάτω απ' τον καυτό ήλιο, ιδρώνω όλο και περισσότερο. Προσπαθώ να μιλήσω αλλά δεν μπορώ, ματώνω όλο και περισσότερο, προσπαθώ να πάρω ανάσα και το στόμα μου γεμίζει με 'ενα κόκκινο μείγμα, απο άμμο και αίμα. Και τα μάτια μου αντικρίζουν μόνο λευκό. Ένα λαμπερό λευκό.
Και για κάποιο λόγο τώρα δεν φοβάμαι.

Στις επόμενες ώρες θα ξεσπάσουν κύματα διαδηλώσεων σε όλη την χώρα και το κέντρο θα βρίσκεται για ακόμη μια φόρα στις φλόγες.


Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

1209

Σκέφτομαι πως αν εκείνο το πρωινό της Τετάρτης δεν είχα αρρωστήσει, μπορεί να ήμασταν μαζί. Πως αν αντί για το νοσοκομείο ήμουν κοντά σου, μπορεί ακόμη να μου μιλούσες η έστω να απαντούσες σε κάποιο από τα μηνύματα μου. Αυτά τα σκέφτομαι στο δωμάτιο 1209, τρεις μήνες μετά.

Ένα χρόνο πριν, δεν μου άρεσαν τα νοσοκομεία, συγκεκριμένα δεν άντεχα την μυρωδιά τους, τώρα έχω πάρει την μυρωδιά τους ή αυτά την δική μου ή απλά συνηθίσαμε ο ένας τον άλλον. Ποιο παλιά φοβόμουν τις αιμοληψίες, τώρα μου παίρνουν αίμα ακόμη και όταν κοιμάμαι. Έχω κάνει όλων των ειδών τις εξετάσεις και τον φόβο μου τον συσσωρεύω όλο σε τέσσερα άκρα, σε σε δυο μικρές γροθιές και σε αλλά δυο παιδικά πόδια που σιγοτρέμουν και χτυπιούνται μόνα τους. Στο νοσοκομείο δεν υπάρχουν φύλλα σε ξεγυμνώνουν άντρες και γυναίκες σου αγγίζουν το στήθος την κοιλιά και πιο χαμηλά άντρες και γυναίκες, σε εξυπηρετούν στην τουαλέτα άντρες και γυναίκες. Στο νοσοκομείο δεν υπάρχει προσωπικός χώρος και φυσικά ούτε ώρες κοινής ησυχίας. Στο νοσοκομείο μέσα γίνεσαι μια μηχανή που καταναλώνει και παράγει. Πάρε χάπι, πάρε φάρμακο, πιες αυτό το υγρό, φάε φρυγανιά, πάρε φάρμακο, πάρε αντιβίωση, πάρε χάπι. Και έπειτα ζητούν... Ζητούν αίμα, ζητούν ούρα, ζητούν κόπρανα και πάλι αίμα και ξανά αίμα και δείγματα και βιοψίες και πάλι αίμα. Και επίσης αναπνοές, σαν να βρίσκεσαι σε δάσος, αλλά βεβιασμένες, βαθειά ανάσα για την αιμοληψία, για τον φλεβοκαθετηρα, για την ακρόαση, για την ψηλάφηση, τον υπέρηχο, την αξονική, την μαγνητική...Όταν τριγυρνάς στους διαδρόμους υγιείς και ασθενής σε ελέγχουν εξονυχιστικά, από πάω ας κάτω, παίζοντας μάντεψε τι, κρίμας το κοριτσάκι λένε από μέσα τους και εν το μεταξύ έχουν ελέγξει τον ορό και όλο σου το σώμα για τυχόν, πληγές, ράμματα, επεμβάσεις, προσπαθώντας να κάνουν μια επιπόλαιη διάγνωση.

Από όταν μπήκα στο δωμάτιο έχουν καλέσει τρεις φορές στο τηλέφωνο,
ψάχνουν μια Ελεάνα, μεγάλη μάλλον σε ηλικία καθώς μεγάλες και οι φωνές που την αναζητούν. Πέθανε! Αλλεργική αντίδραση σε αντιβίωση, έπειτα έμφραγμα. Ακαριαίος θάνατος. Υποθέτω εγώ. Γιατί παρόλο που ναι νοσοκομείο δεν μου δημιουργεί καμιά ελπίδα. Και αυτή η ελπίδα αν υπάρχουν θραύσματα της, ολοένα τα παίρνει ο άνεμος, όταν είσαι μόνος. Όταν είσαι μόνος φρικτές σκέψεις περνάνε απ το μυαλό σου, πόσο μάλλον μέσα σε ένα μπλε δωμάτιο νοσοκομείου, με ένα πίνακα απέναντι σου και αυτόν μπλε, κάποιο νησί του Αιγαίου, όχι κακό, αλλά όχι τέλος πάντων της δικής μου αισθητικής. Και εδώ θέλω να προσθέσω πως όσο καθαρό και φροντισμένο και πολυτελές να είναι το νοσοκομείο, δεν παύει ποτέ να είναι νοσοκομείο, ένας χώρος που δεν βρίσκεσαι μάλλον για καλό λόγο, ένας χώρος που σε κρατά μακρυά απ την ζωή σου την καθημερινότητα σου, την οικογένεια τους φίλους, την ελευθερία σου.

Κλαίω με λυγμούς, σε παίρνω τηλέφωνο, το σηκώνεις, μα γιατί δεν το είχα δοκιμάσει νωρίτερα...κλαίω, δεν έχω δύναμη να σου μιλήσω, εσύ μένεις εκεί στο ακουστικό, σε ακούω, την ανάσα σου, την αναγνωρίζω, την θυμάμαι, κομμένη και συγκρατημένη, να μην διακόψει το κλάμα μου. Ησυχάζω και σου λέω...

-Σε παρακαλώ...
είμαι στο νοσοκομείο...
και φοβάμαι...

και σε έχω ανάγκη!

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Σκέφτομαι και γράφω: To σπίτι μου.

Στο σπίτι μου λέμε κλείσε την καταπακτή, πέρα απ' την πόρτα γιατί έχουμε και τέτοια, λέξη που πολλοί αγνοούν. Στο σπίτι μου ξέρουν πως είμαι κι η Νατάσα. Στο σπίτι μου τις νύχτες δολοφονούμε κατσαρίδες με φοβερή επιτυχία. Στο υπόγειο του σπιτιού μου έχουμε αναθρέψει νεογέννητα γατάκια με την χρήση ενός παλιού μας μπιμπερό. Είμαστε όλοι όμορφοι, έτσι τουλάχιστον λέει το επίθετο μας. Στο σπίτι μου φιλιόμαστε μόνο την Ανάσταση ίσως και καμιά Πρωτοχρονιά. Στο σπίτι μου δεν κλαίμε ο ένας μπροστά στον άλλον, δεν παίρνουμε αγκαλιές και δεν αγαπάμε, ακόμη και αν το κάνουμε μέσα η έξω από αυτό δεν το λέμε. Στο σπίτι μου δείχνουμε την αγάπη με περίεργους τρόπους. Στο σπίτι μου δεν  λέμε σε αγαπώ, με αγαπάς; μου έλειψες, σε χρειάζομαι και άλλα τέτοια, βρισιές όμως ακούγονται πολλές. Στο σπίτι μου δεν κάνουμε δώρα. Και δεν έχουμε κορνίζες με φωτογραφίες. Στο σπίτι μου τρία από τα πέντε μέλη της οικογενείας σβήνουν τούρτα μέσα στο ίδιο 24ωρο. Στο σπίτι μου έχουμε σπίτια, αλλά όχι λεφτά. Στο σπίτι μου πάντα κάποιος νοσεί και όταν κάποιος δεν είναι καλά, κανείς δεν είναι καλά. Στο σπίτι μου δεν πιστεύουμε και δεν νηστεύουμε. Στο σπίτι μου δεν ποθούμε, δεν κάνουμε έρωτα κι αν κάνουμε δεν χρειάζεται να το λέμε. Στο σπίτι μου κανείς δεν μένει νηστικός, συγγενής, φίλος, γνωστός και άγνωστος, για όλους υπάρχει φαΐ. Στο σπίτι μου δεν ξέρουμε τίποτα ο ένας για τον άλλον. Στο σπίτι μου υπάρχει απόσταση ανάμεσα μας από 1 μέτρο έως 5 μέτρα. Οι αποστάσεις αυτές δεν μπορούνε να μικρύνουν, μονάχα να μεγαλώσουν!
Και αυτό είναι το σπίτι μου.




Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

καταδικασμένος έρωτας

Μια σχέση τόσο σύντομη όσο διαρκεί μια βροχή. Μετά από έναν άγριο καυγά στον οποίο άκρη δεν έβγαλαν, έκαναν άγριο έρωτα. Πήγαν απλώς στο ρετιρέ, γδύθηκαν και έκαναν έρωτα. Και το πρωί αυτή ξετρύπωσε μέσα από την ιδρωμένη αγκαλιά του, ντύθηκε και έφυγε. Και δεν ξαναμίλησαν διότι πριν τον έρωτα είχαν τσακωθεί. Και τώρα αυτή, πρέπει να περιμένει ακόμη 26 ημέρες πριν τον βγάλει από το μυαλό της οριστικά, διότι υπάρχει περίπτωση μέσα της να υπάρχει ένα γονιμοποιημένο ωάριο, δικό της και δικό του. Έτσι η πρώτη σταγόνα αίματος θα  είναι αυτή που θα σημάνει και το τέλος τους.
Τέλος.